ποικιλόσχημο

ποικιλόσχημο
biçim biçim, farklı biçimlerde

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόσχημος — η, ο, Ν αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές. επίρρ... ποικιλοσχήμως Ν με ποικιλόσχημο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”